- ἐνυφασμένον
- ἐνῡφασμένον , ἐνυφαίνωweave in as a patternperf part mp masc acc sgἐνῡφασμένον , ἐνυφαίνωweave in as a patternperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενυφαίνω — (AM ἐνυφαίνω) υφαίνω (κεντώ) κάτι μέσα σε μια υφαντική ύλη, παρεμβάλλω σχέδια, χρώματα κ.λπ. κατά την ύφανση («θώρηκα... ζῴων ἐνυφασμένον συχνῶν», Ηρόδ.) μσν. εισάγω, υποβάλλω («ἀπολογίαν ἐνυφαίνει τῷ συγγράμματι», Φώτιος) αρχ. 1. υφαίνω σ έναν… … Dictionary of Greek